- ἀποβώμιος
- ἀποβώμιοςfar from an altarmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβώμιος — ἀποβώμιος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τἀ ἀποβώμια ιερά των οποίων ο καθαγιασμός γίνεται επί του εδάφους και όχι πάνω σε βωμό αρχ. ασεβής, άθρησκος … Dictionary of Greek
ἀποβώμια — ἀποβώμιος far from an altar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβώμιοι — ἀποβώμιος far from an altar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)